oi Ναυτικοί

σαπιοκαραβο

(*)

“Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ΄ αυτές απλά να σε σύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες”

Ειναι σπάνιο, τόσο σπάνιο να μπορεις να λες μια ολόκληρη ιστορια σε τέσσερις γραμμές. Να ειναι τόσο δυνατές οι λέξεις που να φιαχνουν εικόνες. Να μυρίζουν όλες θάλασσα. Την άκουγα για χρονια αυτή τη λαλιά. Που ειναι των καραβιών, στολισμένη με τα απομεινάρια της Τζενοβεζικης ακμής. Ευρηματικά αλλαγμένη – αυθόρμητα μεταφρασμένη, να γίνεται ετσι πιο δυνατή, απρόσμενα περιγραφική.

“Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογιζόταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που `ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank « Fjord Folden »
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν…”

Την άκουγα χρονια αυτή την λαλιά. Έλεγε μικρές ιστορίες, ιστορίες γενναιων, ιστορίες που μαζι τους ταξιδεύεις κι εσυ, ο στεριανος, ο αταξιδευτος, ο δεμένος στον μώλο. Με έπαιρναν μαζι τους κι ας τις άκουγα στη στεριά.

“Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες”

Την άκουσα και πριν τέσσερα χρονια για τελευταια φορα. Απο πάνω ο αστικός ουρανός, και μπροστα ένα καφεδάκι. Καραβισιο καφεδάκι. Οι λέξεις άλλαζαν το σκηνικό. Στο τέλος κρατάμε το πιο όμορφο σκηνικό. Φιαχνουμε πληρώματα, όλος ο κοσμος ειναι μουτσοι και λοστρομοι. Δεν ειναι μακρυα το τελευταίο μπαρκο.

“Γιατί μπερδεύω τούτη εδώ με μι’ άλλην ιστορία;
Είν’ ένα χέρι που πονάει, βαρύ και λαβωμένο.
Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία
με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω;”

Στη μνήμη του Νίκου Καββαδια
Στην μνήμη του “Κοραη”.

(*) Το σαπιοκαραβο Αγιος Ευστρατιος στο λιμανι της Χιου.

Σας φιλω γλυκα.