μουτη μου σε λεπω

20140315-100008.jpg
Γεννηθηκε στην Σμυρνη το 1888.  Ηταν ο  μεγαλυτερος απο τα τρια αγορια  της Δαφνης και του Ιωαννη Δρακουλη.   Μεγαλωσε στην περιοχη της Αγιας Φωτεινης και σπουδασε στην Ευαγγελικη σχολη της Σμυρνης. Δεν μιλουσε ποτε για τα παιδικα του χρονια.   Ποτε δεν καταλαβα γιατι,  ηταν κοινωνικωτατος και μιλουσε για πολλα αλλα πραγματα.

Το 1900, ηρθε στην Αθηνα με εναν απο  τους μικροτερους αδελφους του, τον Μεντορα.  Ο αλλος του αδελφος ο Ριχαρδος εφυγε για την Ρουμανια και δεν τον ξαναειδαν ποτε πια. Ασχοληθηκε με το εμποριο ζαχαρωδων προιοντων και ανοιξε μαζι με καποιον αλλο συνεταιρο ,  ενα εργοστασιο στον Πειραια.

Γνωρισε και παντρευτηκε την Δεσποινα Παυλιδου. δωδεκα χρονια μικροτερη του.  Μια ωραια Αθηναια δεσποσυνη που γεννηθηκε στην Πλακα και πηγαινε στην σχολη Χιλλ.  Μαζι εκαναν πεντε παιδια,  δυο αγορια και τρια κοριτσια. Μετακομισαν απο την Δεξαμενη στα Πατησια στην ασπρη βιλλα ακριβως απεναντι απο την κοκκινη του Κλωναριδη – ιδιοκτησια του Εμμανουηλ Παυλιδη-.

Μετα ηρθαν οι δυσκολιες.   Καποιο καραβι που μετεφερε μια μεγαλη παραγγελια ζαχαρης βουλιαξε και ετσι χαθηκαν ολα.  Δεν το εβαλε κατω.  Αρχισε απο την αρχη.  Ανοιξε  μια βιομηχανια φλαντζων και  ειχε πολλους πελατες.  Μετα ηρθε ο πολεμος και η κατοχη.  Η Δεσποινα δεν αντεξε την οικονομικη καταστροφη και πεθανε στα 48 της χρονια με το μαραζι πως θα παντρεψει τρεις κορες χωρις προικα.

Κανενας ομως δεν χαθηκε,  μονο η Δεσποινα.  Τα παιδια μεγαλωσαν, σπουδασαν και καλοπαντρευτηκαν.  Εκεινος,  την ειχε αγαπησει πολυ και για χρονια φοραγε το μαυρο περιβραχιονιο και παντα μαυρη γραβατα.

Αργοτερα ηρθα εγω στη ζωη.   Παιδι της δευτερης κορης του της Δαφνης, σε αυτο το ιδιο σπιτι στα Πατησια.  Μου εδωσαν το ονομα της γιαγιας της Δεσποινας, και ημουν  η αγαπημενη του εγγονη.  Ζησαμε μαζι δεκατεσσερα χρονια.  Αυτα τα δεκατεσσερα χρονια, ηταν απο  τα πιο ομορφα χρονια της ζωης μου.  Το παιδι και τα ματια σου Δαφνη, της ελεγε  Μολις εμαθα να περπαταω, με επαιρνε μαζι του παντου. Ντυνοταν κομψα, παντα με την μαυρη γραβατα και μοσχοβολουσε κολωνια.  Την ανοιξη φορουσε κι ενα μενεξε στο πετο του σακκακιου.  Δεν τον ειχα δει ουτε μια φορα να βγαινει απο το δωματιο του ατημελητος.

Πηγαιναμε στα τσαγια του φιλανθρωπικου συλλογου στην Νεα Φιλαδελφεια, για παγωτο στου Κανακη, στο θεατρο, στο Σινεακ,  για ψωνια για περιπατους.  Εκεινος με πηγε στα μπαλεττα Μπολσοϊ οταν ηρθαν στην Αθηνα και μαγευτηκα. Ηταν ομορφος, γελαστος με καταγαλανα ματια,  και με φωναζε “μπουλου”  .   Αγορασε ενα σωρο ξυλινες παιδικες κρεμαστρες για τα ρουχαλακια μου, και εγραψε απανω με καλλιγραφια, το ονομα μου σε διαφορες παραλλαγες. Μπουλου, μπουληθρα, μπουληθρονα, μπουλσοσονα ..

Τα Σαββατα αγοραζε ενα παιδικο βιβλιο, που το διαβαζε πρωτα, και τις Κυριακες τα πρωϊνα πηγαινα κοντα του και μου ελεγε την ιστορια, χωρις το βιβλιο.  Οταν πηγα στο σχολειο,  ηταν εκεινος που μου αγοραζε  κασσετινα και τσαντα.  Πηγαιναμε στο βιβλιοπωλειο του Πετρου Πατσιλινακου -Πανεπιστημιου διπλα στο Αρσακειο Μεγαρο  κι εκει ψωνιζαμε.   Μετα πηγαιναμε για ρυζογαλο σε μια στενη στοα στην Ομονοια.

Καθε μερα μου εδινε ενα σνακ για το σχολειο.  Συνηθως ηταν σοκολατα γκοφρεττα, αλλοτε οταν εβρισκε κατι καινουργιο στην αγορα το εφερνε κι αυτο,  σοκολατα μπιτερ, κροκαν,  με γεμιση φραουλας, και παντα μου ελεγε, η σοκολατα κανει καλο, αλλα μη τρως ποτε καραμελλες αστακου.  Εκεινος ηξερε τι παλιοζαχαρες ειχαν.  Απο τις γκοφρεττες μαζευα τα χαρτακια,  σημαιες, ηρωες του ’21 και παραδοσιακες στολες.  Μαζι αρχισαμε να φιαχνουμε αλμπουμ.  Μια σημαια μας ελειπε και ειχαμε τρελλαθει να την βρουμε.  Πηγε και αγορασε ολοκληρο το κουτι χονδρικη στην αγορα. Σαν μικρο παιδι κι εκεινος μαζι μου ανοιγε τις γκοφρεττες μηπως και βρουμε την σημαια.  Δεν την βρηκαμε.  Αλλαξαμε σοκολατα!

Οταν μετακομισαμε απο την οδο  Πατησιων στην οδο Ροσταν,  διατηρησε την επιχειρηση του επι της Πατησιων.  Κατεβαινα με την σακκα μου το πρωι, περνουσα απο το γραφειο του κι εκεινος στη συνεχεια με περνουσε τον δρομο απεναντι και περιμεναμε μαζι το πουλμαν του Αρσακειου.  Μου αρεσε το γραφειο του .  Ειχε δερματινο χαρτοφυλακα επανω, μελανοδοχειο, ωραια χαρτια, εγραφε με πενα και διπλα ειχε και στυποχαρτο.  Μου αρεσε η μυρωδια του φελλου και του αμιαντου.  Μου αρεσαν τα μηχανηματα που εκοβαν τις φλαντζες.  Ιδιαιτερη αδυναμα ειχα σε μικρες ροδελλες που τις εβαζα στο ματι και τον κοιτουσα απο την τρυπα.

Μουτη μου σε λεπω – δωστη μου να σε βλεπω.

Απο τοτε που ηρθε απο την Σμυρνη το 1918, δεν ειχε ξαναμπει σε καραβι.  Μπηκε ακομα μια φορα για χατηρι μου, να με δει στην Αλλονησο που παραθερισαμε τρεις μηνες ενα καλοκαιρι.

Διαβαζε πολυ,  επαιρνε συνδρομητικα περιοδικα απο την Ελληνικη κοινοτητα της Σμυρνης – τα χρονικα του Μπουτζα –  εφερνε καθε μερα δυο εφημεριδες,  και το περιοδικο Εικονες. Μετα ηρθε η εποχη που ηταν μοδα οι εγκυκλοπαιδειες σε τευχη και μου αγοραζε την “Δομη” και την μαγειρικη της Χρυσας Παραδειση.   Διαβαζε λογοτεχνια και παρακολουθουσε καθε μερα τις ειδησεις.  Πηγαινε σε εκθεσεις και κουβαλουσε παντα κατι καινουργιο για  διαβασμα.  Κρατησα με αγαπη τα σχολικα του βιβλια απο την Ευαγγελικη σχολη που προφανως ταξιδεψαν απο εκει μαζι του και αρκετα λογοτεχνικα βιβλια.  Τα απαντα του Σουρη, του Ξενοπουλου, τον Λουκη Λαρα, την Αιολικη γη του Βενεζη και πολλα ακομα. Μου αρεσε να σκαλιζω την βιβλιοθηκη που ειχε στο δωματιο του.  Εκεινος μου εκανε δωρο το πρωτο μου πικ-απ και τους πρωτους δισκους σαρανταπεντε στροφων.  Λουις Αρμστρονγκ και Ντορις Ντεη.  Θεοφραστο Σακελλαριδη και Αττικ.  Μετα απο μακροσκελη συζητηση εμαθε για τους Μπητλς και τους Ρολινγκ Στοουνς και ηρθαμε πιο κοντα ..μουσικα.

Καθε Σεπτεμβρη ανεβαινε στην εκθεση της Θεσσαλονικης για τις δουλειες του.  Ηθελα να παω μαζι του μια φορα αλλα δεν προλαβα.

Ηταν ο πιο πραος ανθρωπος του κοσμου.  Δεν τον ακουσα ποτε να φωναζει, να οργιζεται, να θυμωνει. Εκτος απο μια. Πλησιαζα στο γραφειο του ενα πρωι πριν παω στη σταση του σχολικου, οταν καποιος στο πεζοδρομιο αρχισε να ασχημονει και να μου επιτιθεται. Εβαλα τις φωνες κι εκεινος μολις με ακουσε πεταχτηκε εξω και ποιος ειδε τον Θεο και δεν τον φοβηθηκε.  Ηταν ηδη περασμενα εβδομηντα.

Ολα αυτα τα χρονια δεν εμεινε ουτε μια μερα στο σπιτι.  Τις καθημερινες πηγαινε στο εργαστηριο η για δουλειες κατω στην Αθηνα, και τα Σαββατοκυρικα ειχε του κοσμου τις κοινωνικες υποχρεωσεις.  Στα τραπεζια που τον εκαναν πελατες του,  επαιρνε κι εμενα μαζι του. ” Θα φερω και την Μπουλου”.  Οταν καποιος πελατης του ζητησε να βαφτισει την κορη του,  εκεινος του ειπε: ” Εγω ειμαι  πολυ μεγαλος τωρα θα το βαφτισει η Μπουλου”.  Ετσι εγινα νονα στα οχτω μου χρονια σε μια Σμαραγδα που δεν ξαναειδα ποτε. Δεν πηγε ουτε μια φορα σε καφενειο να πιει καφε η κατι αλλο.  Δεν τον ειδα ουτε μια φορα να καθεται.  Το πρωτο καρδιακο επεισοδειο ηρθε καθ’ οδον προς τη δουλεια του ενα πρωι του Μαρτη.  Εζησε λιγες ημερες ακομα.

Δυο ημερες πριν τον χασουμε για παντα με φωναξε κοντα του και μου μιλουσε για την πολιτικη κατασταση της Ελλαδας, τι πρεπει να προσεξω οταν θα μεγαλωνα. Σαν να μιλουσε σε καποιο φιλο του. Αφηνε την παρακαταθηκη των αποψεων του -που ακομα και σημερα σεβομαι και εκτιμω – στην αγαπημενη του Μπουλου.

Την ημερα του θανατου του  μας πηγαν ολα τα παιδια στο σπιτι του μεγαλου του γιου.  Σαν παιδια αρχισαμε να παιζουμε και να γελαμε οταν ο θειος μας ανακοινωσε οτι εκεινος πεθανε.  Παγωσαμε, κανενα απο μας δεν ηθελε να το πιστεψει.  Θυμηθηκαμε εκεινα τα τραπεζια που μας εκανε ολα τα εγγονια του τα καλοκαιρια στην ταβερνα “Κληματαρια” στην Κυπριαδου.  Βγαζαμε και φωτογραφιες. Απο κατω γραφαμε και λεζαντες. ” Λοχος μικτος υποβαλλει τα σεβη του!”.  Στο κεφαλι του τραπεζιου καθοταν επιβλητικα παντα εκεινος. Γελαστος με τα γαλανα του ματια να μας καμαρωνει.

Ηταν ο μοναδικος και αγαπημενος  παπους μου ο Ροδολφος.

4 Comments

  1. Τι υπέροχες αναμνήσεις Δεσποινάκι μου!

  2. Μοναδικές αναμνήσεις, δοσμένες με μοναδική γραφή. Να είναι καλά κι εκείνος, κι εσείς.

Leave a comment